ἐμπόλημα

ἐμπόλημα
ἐμπόλ-ημα, ατος, τό,
A matter of traffic, freight or cargo of a ship, κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐ. (metaph.) S.Tr.538: pl., wares, merchandise, E.Cyc.137.
II gain made by traffic, Thphr. Char.6.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμπόλημα — ἐμπόλημα, το (AM) το κέρδος από το εμπόριο αρχ. εμπόρευμα, πραμάτεια, φορτίο πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ἐμπόλημα — matter of traffic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολημάτων — ἐμπόλημα matter of traffic neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολήμασιν — ἐμπόλημα matter of traffic neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολήματα — ἐμπόλημα matter of traffic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολήματος — ἐμπόλημα matter of traffic neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”